Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὸν οἴακα

См. также в других словарях:

  • οιάκιση — η (Μ οἰάκισις) [οιακίζω] 1. η μετακίνηση τού πηδαλίου μέσω τού οίακα, η πηδαλιουχία, το τιμονιάρισμα 2. ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται κανείς τον οίακα 3. μτφ. διακυβέρνηση, διεύθυνση, διαχείριση …   Dictionary of Greek

  • οιακηδόν — οἰακηδόν (Α) επίρρ. σαν τον οίακα, με τον τρόπο τού οίακα, σαν τιμόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, ακος «τιμόνι» + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. πρυμν ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • οιακίζω — (Α οἰακίζω, ιων. τ. οἰηκίζω) 1. στρέφω, χειρίζομαι τον οίακα τού πλοίου, πηδαλιουχώ («ἑνὸς ἀνδρὸς ἐξ ἑκατέρου τοῡ μέρους τῆς πρύμνης οἰακίζοντος», Πολ.) 2. μτφ. δίνω κατεύθυνση, κυβερνώ, καθοδηγώ (α. «διὸ παιδεύουσι τοὺς νέους οἰακίζοντες ἡδονῇ… …   Dictionary of Greek

  • οιακοστροφώ — (Α οἰακοστροφῶ, έω) [οιακοστρόφος] 1. χειρίζομαι τον οίακα, χειρίζομαι το πηδάλιο, πηδαλιουχώ, οιακίζω 2. μτφ. διευθύνω, κυβερνώ, διοικώ, καθοδηγώ …   Dictionary of Greek

  • οιακοστρόφιο(ν) — το [οιακοστρόφος] ναυτ. χειροκίνητος τροχός ο οποίος περιστρεφόμενος μετακινεί τον οίακα και έτσι στρέφει το πηδάλιο τού πλοίου δεξιά ή αριστερά, κν. ρόδα τού τιμονιού …   Dictionary of Greek

  • οιακοστρόφος — ο (Α οἰακοστρόφος) 1. αυτός που χειρίζεται τον οίακα, ο πηδαλιούχος, ο τιμονιέρης 2. μτφ. αυτός που διαχειρίζεται τα κοινά με σωστό τρόπο, άξιος κυβερνήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, ακος «τιμόνι» + στροφός (< στρέφω)] …   Dictionary of Greek

  • οιακόσχοινο — το ναυτ. κομμάτι σχοινιού με το οποίο ο πηδαλιούχος έλκει τον οίακα όταν θέλει να στρέψει το πηδάλιο τού σκάφους, κν. σάγουλα τού τιμονιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, ακος «πηδάλιο» + σχοινί] …   Dictionary of Greek

  • Παλαμήδης — I Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ναυπλίου και της Κλυμένης, αδελφός του Οίακα και του Ναυσιμέδοντα. Ο σχετικός με τον Π. μύθος αναπτύχθηκε ανεξάρτητα από τα ομηρικά ποιήματα. Στις αρχές του Τρωικού πολέμου συμμετείχε στις πρεσβείες… …   Dictionary of Greek

  • οίαξ — Αδελφός του Παλαμήδη και της Κλυμένης. Είχε πάρει μέρος στον Τρωικό πόλεμο και όταν οι Αχαιοί σκότωσαν τον αδελφό του, τον Παλαμήδη, θέλησε να ειδοποιήσει τον πατέρα του. Έγραψε το γεγονός αυτό πάνω σε ξύλινα κουπιά και τα έριξε στη θάλασσα. Όταν …   Dictionary of Greek

  • οιακιστής — ο (Α οἰακιστής) [οιακίζω] αυτός που είναι επιφορτισμένος με τον χειρισμό τού οίακα τού πλοίου, πηδαλιούχος, τιμονιέρης νεοελλ. (ειδικά) αυτός που ανήκει σε ειδικό κλάδο τής ναυτικής υπηρεσίας η οποία έχει ως καθήκον τη συντήρηση και τον χειρισμό… …   Dictionary of Greek

  • οιάκωσις — οἰάκωσις, ἡ (Α) η μετακίνηση τού πηδαλίου τού σκάφους με τον χειρισμό τού οίακα, οιάκιση, οιάκισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, ακος «πηδάλιο» + κατάλ. ωσις (πρβλ. ρυτίδ ωσις)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»